Ελληνικές ποικιλίες σταφυλιών




Αγιωργίτικο, Ασύρτικο, Μαλαγουζιά, Μοσχοφίλερο, Ροδίτης, Ξινόμαυρο, Μπατίκι,  Λημνιώνα, Κρασάτο, Μαυροδάφνη, Βηλάνα, Αθήρι, Αϊδάνι, Βερτζαμί, Δαφνί, Κοτσιφάλι, Λημνιό, Λιάτικο, Μαντηλαριά, Μαύρο Μερσενικόλα, Μαυροτράγανο, Μαυρούδι, Μονεμβασιά, Μοσχάτο Αλεξάνδρειας, Μοσχάτο Αμβούργου, Μοσχάτο Σάμου, Νεγκόσκα, Ντεμπίνα, Πλυτό, Ρομπόλα, Σαββατιανό, Σταυρωτό κ. ά..

 

Οι ελληνικές ποικιλίες

 

Η ποικιλία είναι ένας σημαντικός παράγοντας για την ποιότητα του κρασιού και βέβαια πάντα σε συνδυασμό με άλλους παράγοντες.

Στη χώρα μας έχουν καταγραφεί εκατοντάδες ποικιλίες, οι περισσότερες από τις οποίες είτε δεν έχουν καλλιεργηθεί συστηματικά, είτε δεν ερευνήθηκαν τα χαρακτηριστικά τους. Πολλές είναι κι αυτές που χάθηκαν, ενώ κάποιες αναβιώνουν με ιδιαίτερα φιλόπονες προσπάθειες λίγων αμπελουργών – οινοπαραγωγών, όπως η Μαλαγουζιά που αναβίωσε ο Βαγγέλης Γεροβασιλείου, αλλά και η Λημνιώνα που αναβίωσε ο δικός μας Χρήστος Ζαφειράκης.

 

 

Αγιωργίτικο (Μαύρο Νεμέας)

Το Αγιωργίτικο θεωρείται μια από τις πιο εκλεκτές έγχρωμες ελληνικές ποικιλίες αμπέλου. Θεωρείται η ευγενέστερη ερυθρή ποικιλία της Νότιας Ελλάδας και δίνει σταφύλια μετρίου μεγέθους, με τσαμπί κυλινδροκωνικό, πυκνόρραγο, με ράγες σφαιρικές μετρίου μεγέθους, σάρκα μαλακή, φλοιό παχύ με χρώμα κυανόμαυρο.

Συναντάται σποραδικά σε πολλά διαμερίσματα της χώρας μας. Καλλιεργείται κυρίως στη ζώνη παραγωγής οίνων Ο.Π.Α.Π. «Νεμέα». Η ζώνη αυτή βρίσκεται σε υψόμετρο που κυμαίνεται από 250 – 800 μέτρα και περιλαμβάνει τα όρια δέκα έξη συνολικά κοινοτήτων των Νομών Αργολίδας και Κορινθίας. Ο συνδυασμός του οικολογικού περιβάλλοντος της περιοχής με την ποικιλία Αγιωργίτικο, έχουν σαν αποτέλεσμα την παραγωγή άριστης ποιότητας σταφυλιών, κατάλληλων για την παρασκευή ερυθρών οίνων εξαιρετικής ποιότητας. Είναι μια ποικιλία ζωηρή και πολύ παραγωγική. Παράγονται κυρίως ερυθρά ξηρά κρασιά που έχουν ένα βαθύ ρουμπινί χρώμα και επιδέχονται παλαίωση. Τα χαρακτηρίζουν τα αρώματα καραμέλας γάλακτος και μπαχαρικών, καθώς και  οι μαλακές τανίνες.

 

Αθήρι

Μια από τις δυο σπουδαιότερες ποικιλίες της Ρόδου (η άλλη είναι η κόκκινη Μανδηλαριά), που δίνει ξηρά κρασιά ποιότητας. Πρόκειται για ποικιλία που μετανάστευσε στη Ρόδο από τη Σαντορίνη, παίρνοντας το μεταναστευτικό όνομα Θηριακή Άμπελος και δίνοντας, κατά την αρχαιότητα, γλυκά ως επί το πλείστον κρασιά. Το στερητικό «Α» καταδηλώνει την μη παραγωγή γλυκού κρασιού, από αμπελοτόπια της ποικιλίας που βρίσκονται στη βορειοδυτική πλευρά του νησιού.

Είναι ποικιλία πρώιμης ωρίμανσης, με σταφύλια μετρίου μεγέθους και πυκνότητας ραγών, με κιτρινοπράσινη λεπτή φλούδα, με χυμώδη σάρκα και ελαφρό αλλά χαρακτηριστικό άρωμα. Το Αθήρι θεωρείται μία από τις καλύτερες λευκές ελληνικές ποικιλίες.

Το Αθήρι δίνει λευκά και ξηρά κρασιά, με υψηλή σχετικά περιεκτικότητα σε αλκοόλη, λευκοκίτρινο χρώμα με πράσινες ανταύγειες και διακριτικό ευχάριστο λεπτό φρουτώδες άρωμα, γεύση απαλή, γεμάτη, δροσερή και ισορροπημένη. Δίνει επίσης γλυκά, καθώς και αφρώδη κρασιά, χρησιμοποιείται δε πολλές φορές σε συνδυασμό με το Ασύρτικο και το λευκό Αηδάνι.

Γι’ αυτούς που θέλουν να πρωτοέρθουν σε επαφή με τη σπιρτάδα των λευκών ξηρών κρασιών του Αιγαίου πελάγους, το Αθήρι είναι μια άριστη πρόταση.

 

Ασύρτικο

Ξεκίνησε την ιστορία του από τα νησιά των Κυκλάδων και κυρίως τη Σαντορίνη, όπου είναι και η κυρίαρχη ποικιλία. Θεωρείται από τις ευγενέστερες ελληνικές λευκές ποικιλίες παγκόσμιας κλάσης και είναι φυτεμένη σ’ ολόκληρο τον ελληνικό χώρο με εξαιρετικά αποτελέσματα. Δίνει κρασιά με υψηλό αλκοολικό βαθμό, υψηλές οξύτητες, κρασιά με χαρακτήρα, χωρίς έντονα αρώματα, αλλά με θαυμάσια γεύση όταν καλλιεργηθούν και οινοποιηθούν σωστά και με σεβασμό.

Το ασύρτικο απευθύνεται σε άτομα που αναζητούν λευκά κρασιά με αντισυμβατικό, έντονο στυλ και εστιάζουν στη δομή και την πυκνότητα. Προσφέρει εντυπώσεις που ξεφεύγουν πολύ από το μέσο, «εμπορικά θελκτικό» ξηρό λευκό κρασί, ενώ είναι πολύ φιλικό με το φαγητό, ιδίως με το ψητό ψάρι και τα θαλασσινά. Όλα τα ασύρτικα, τόσο τα δεξαμενής, όσο και αυτά που ωριμάζουν σε βαρέλι, παλαιώνουν ασφαλώς για πέντε ή ακόμα και δέκα χρόνια, μερικές φορές πολύ περισσότερο. Τα γλυκά ασύρτικα είναι απλώς… αιώνια, αφού, ο χρόνος όχι μόνο δεν τα κουράζει, αλλά τα βελτιώνει.

Στην περιοχή μας θαυμάσια αποτελέσματα επιτυγχάνει εδώ και χρόνια το δημοφιλές σε όλη την Ελλάδα «Κτήμα Ντούγκου», που συν-οινοποιεί το δικό του ασύρτικο με τον ροδίτη.

 

Βηλάνα

Αν και είναι η πλέον φυτεμένη λευκή ποικιλία της Κρήτης, η Βηλάνα μόλις τα τελευταία χρόνια μπόρεσε να αποκαλύψει όλες της πτυχές της γοητείας της, αφού οι σύγχρονοι μέθοδοι οινοποίησης τη βοήθησαν να διατηρήσει όλη τη φρεσκάδα του χαρακτήρα της. Και να μας χαρίσει –μέσα από τα ΠΟΠ κρασιά των Πεζών και της Σητείας αλλά και μέσα από άλλα ενδιαφέροντα χαρμάνια και μονοποικιλιακές εμφιαλώσεις- το λεπτό άρωμα και τη λεμονάτη, δροσιστική της γεύση.

 

 

Βιδιανό

Το να βρει κανείς κρασιά από την ποικιλία Βιδιανό είναι ακόμα δύσκολο, ωστόσο σίγουρο είναι ότι σε λίγα χρόνια το χαρισματικό αυτό σταφύλι θα γίνει η λευκή «ντίβα» της Κρήτης. Και αυτό γιατί διαθέτει μοναδικό βερικοκένιο άρωμα, φοβερό γευστικό πλούτο και εύρωστη, κρεμώδη γεύση. Στοιχεία που δικαιολογούν τον χαρακτηρισμό του ως Viognier της Ελλάδας και παράλληλα επιτρέπουν λίαν ενδιαφέροντες πειραματισμούς των παραγωγών στη χρήση του βαρελιού.

 

Δαφνί

Ο αμπελώνας της Κρήτης είναι τυχερός που χάρη στην επιμονή μεμονωμένων παραγωγών, ποικιλίες υπό εξαφάνιση όπως το Δαφνί κατάφεραν τελικά να διασωθούν. Και αυτό γιατί η μοναδική προσωπικότητα του –που εκφράζεται με αρώματα που θυμίζουν το φυτό Δάφνη, μέτριο σώμα και μαλακή γεύση- εμπλουτίζει το Κρητικό μωσαϊκό των οινικών γεύσεων με σπάνιες ψηφίδες. Οι φίλοι της ποικιλίας μάλιστα περιμένουν ακόμα περισσότερες συγκινήσεις από το Δαφνί στο μέλλον.

 

Θραψαθήρι

Το Θραψαθήρι καλλιεργείται σε όλη την Κρήτη δίνοντας κρασιά γεμάτα γευστικό πλούτο και ισορροπία, ενώ το έντονο, βαρύ βοτανικό του άρωμα δίνει μια ιδιαίτερη προσωπικότητα στα λευκά κρασιά ΠΟΠ Σητεία. Δυστυχώς η τάση του προς την οξείδωση το είχε θέσει τις τελευταίες δεκαετίες στο περιθώριο, όμως ο υπερσύγχρονος εξοπλισμός που διαθέτουν τα ποιοτικά οινοποιεία επιτρέπει πλέον σε κάθε οινόφιλο να απολαύσει πεντακάθαρες και φρεσκότατες τις χάρες της ποικιλίας!

 

Κοτσιφάλι

Εξαιρετική ερυθρή ποικιλία που διαθέτει χαρακτήρα μαλακό, γλυκόπιοτο και φορτωμένο με αρώματα δαμάσκηνου. Το σαρκώδες Κοτσιφάλι -που μπορεί και να χαρακτηριστεί και ως το Merlot της Κρήτης- βρίσκει όλο και συχνότερα το δρόμο του σε μονοποικιλιακές εμφιαλώσεις. Συμμετέχει ωστόσο και σε χαρμάνια, για να τιθασεύσει πιο στυφές ποικιλίες όπως το Μανδηλάρι –υπέροχα τα ΠΟΠ Πεζά και Αρχάνες που προκύπτουν από αυτό το συνδυασμό- αλλά και το Syrah.

 

 

Κρασάτο

Ερυθρή ποικιλία της Θεσσαλίας, που καλλιεργείται κυρίως στην περιοχή της Ραψάνης. Ωριμάζει τέλη Σεπτεμβρίου.

Το Κρασάτο μπορεί να δώσει κρασιά με βαθύ ρουμπινί χρώμα και μύτη με ισχυρό χαρακτήρα, με νότες δέρματος και μαύρων γλυκών φρούτων. Στο στόμα τα κρασιά είναι πλούσια, με υψηλή περιεκτικότητα σε εκχύλισμα, πυκνή δομή, μέτριες ταννίνες και σχετικά υψηλή αλκοόλη. Συν-οινοποιείται με τις ποικιλίες Σταυρωτό και Ξινόμαυρο για την παραγωγή του ερυθρού, ξηρού οίνου Ονομασίας Προελεύσεως Ανωτέρας Ποιότητος «Ραψάνη». Από τις τρεις ποικιλίες μόνο το Κρασάτο είναι η αποκλειστική τοπική ποικιλία του Ολύμπου.

Το κρασάτο «ξεπερνά» το κρασί στο οποίο συμμετέχει, αφού οι ιστορικές και οι μυθολογικές αναφορές τού δίνουν υπεραξία στην εμπειρία που προσφέρει μια φιάλη κρασιού ΠΟΠ Ραψάνη. Τα ερυθρά κρασιά ΠΟΠ του αμπελώνα στη Ραψάνη μπορούν να καταναλωθούν αμέσως μόλις κυκλοφορήσουν, έως και τριών ετών και συχνά, παλαιωμένα για πολύ μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, οπότε απευθύνονται σε λάτρεις του κρασιού που τους αρέσουν τα παλαιωμένα κόκκινα κρασιά, ακόμα και για μία-δύο δεκαετίες ή και περισσότερο. Αποτελούν, πάντως, εξαίρετο συνοδό πλούσιων πιάτων κρεατικών με σάλτσες, ενώ το ψητό αρνάκι είναι ένας από τους ιδανικούς παρτενέρ τους.

 

Λημνιό

Συνώνυμα: Καλαμπάκι, Λημνιώτικο.

Το Λημνιό είναι μια ελληνική έγχρωμη ποικιλία οινοποιίας για την οποία πιστεύεται ότι προέρχεται από τη «Λημνία σταφυλή», που αναφέρεται από τον Ησίοδο και τον Αριστοτέλη ότι καλλιεργείτο στην αρχαία Ελλάδα. Απαντάται σε όλη τη Βορειοανατολική Ελλάδα και κυρίως στην Χαλκιδική, τη Λήμνο και τα νησιά των Σποράδων. Πρόκειται για μια δυναμική ερυθρή ποικιλία, μέτριας ζωηρότητας και παραγωγικότητας. Είναι ποικιλία με ικανοποιητική αντοχή στις ασθένειες και ανθεκτική στην ξηρασία.

Από την ποικιλία αυτή παράγονται κόκκινα, ροζέ και άσπρα ξηρά κρασιά ως επί το πλείστον επιτραπέζια. Η ποικιλία αυτή όμως, μπορεί να δώσει και κόκκινα κρασιά καλής ποιότητας, με την κατάλληλη οινοποίηση, μόνη της ή σε συν-οινοποίηση με άλλες ποικιλίες. Στη Λήμνο (το ντόπιο όνομα της ποικιλίας στο νησί είναι «Καλαμπάκι»), από τη ποικιλία αυτή, παράγονται κόκκινα κρασιά με λεπτούς χαρακτήρες που αναπτύσσουν πλούσιο μπουκέτο.

Το Λημνιό είναι μια ποικιλία αμπέλου που επιδεικνύει αναμφίβολα, το βάθος της πρότασης των σύγχρονων ελληνικών κρασιών στο σημερινό οινικό κόσμο. Είναι ένα σταφύλι που αναφέρεται από πολυάριθμους αρχαίους Έλληνες συγγραφείς, όπως είναι ο Όμηρος, ο Ησίοδος και ο Πολυδεύκης, κάτι που εντείνει τη μοναδικότητά του.

Το Λημνιό είναι ιδανικό για τους οινόφιλους που θέλουν να ξεφύγουν από τα βαριά κρασιά από διεθνείς ποικιλίες και επιθυμούν ερυθρά κρασιά με ενδιαφέρουσα και καθαρή γεύση, που δομούνται πάνω σε διακριτικές ταννίνες. Ερυθρά κρασιά που μπορούν να συνοδεύσουν ακόμα και κάποια ψάρια, παρότι βέβαια, τα κρασιά από λημνιό ταιριάζουν με μαλακά κίτρινα τυριά, καθώς και με πιάτα που συνδυάζουν το κρέας με τα ζυμαρικά. Τα μονοποικιλιακά κρασιά από Λημνιό, αλλά και τα χαρμάνια με αυτήν την ποικιλία, μπορούν να καταναλωθούν αμέσως μόλις κυκλοφορήσουν. Ωστόσο, τα πρώτα μπορούν να παλαιώσουν για τέσσερα έως επτά χρόνια, ενώ τα δεύτερα, συνήθως, για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα.

 

Λημνιώνα

Αρχαία ελληνική ποικιλία που διασώθηκε σε μικρές καλλιέργειες. Είναι το ανερχόμενο αστέρι των ελληνικών ερυθρών ποικιλιών και δεν αποκλείεται να αποτελέσει την κινητήρια δύναμη για κορυφαίες ετικέτες σύγχρονων κρασιών της Ελλάδας τα επόμενα χρόνια. Το δυναμικό ποιότητας αυτής της ερυθρής ποικιλίας, που χρησιμοποιείται για την παραγωγή ερυθρών ξηρών κρασιών, εντοπίστηκε μόνο όταν τα κλήματα που είχαν απομείνει από αυτήν ήταν ελάχιστα. Αρκετά χρόνια έρευνας και μικροοινοποιήσεων, στις οποίες συνεργάστηκαν πολλοί επιστήμονες, καλλιεργητές και παραγωγοί, άρχισαν να αποφέρουν εντυπωσιακά αποτελέσματα.

Στην περιοχή μας ευτύχισε να συναντηθεί με το πείσμα του Χρήστου Ζαφειράκη, που δημιούργησε την πρώτη μονοποικιλιακή ετικέτα με εξαιρετικά αποτελέσματα, έτσι ώστε να μπορούμε να τη χαρακτηρίζουμε ως ένα από τα κορυφαία ελληνικά κρασιά.

Το κρασί από Λημνιώνα έχει εξαιρετικά βαθύ, ζωηρό και σκούρο κόκκινο χρώμα. Στη μύτη είναι πλούσιο, πολύ εκφραστικό, με έντονη γεύση μαύρων φρούτων και μπαχαρικών και ορυκτώδη χαρακτήρα, ενώ έχει καλή σχέση με νέο βαρέλι. Το στόμα είναι ευρύ και δομημένο πάνω σε στιβαρές, αλλά ποτέ επιθετικές τανίνες. Η αλκοόλη μπορεί να είναι σχετικά υψηλή, παρότι σπανίως ξεπερνά το 13,5%, αλλά εξισορροπείται πάντα από την έντονη οξύτητα της ποικιλίας. Λέγεται πως η Λημνιώνα προέρχεται από τη Θεσσαλία και ειδικότερα από τις περιοχές της Καρδίτσας και του Τυρνάβου.

Η Λημνιώνα είναι μια από τις σπάνιες αυτές ερυθρές ποικιλίες, που οδηγούν σε κρασιά με εκχύλισμα, συμπύκνωση, οξύτητα, αρώματα και γεύση, τα οποία δεν τείνουν να γίνουν παχιά και υπερβολικά σωματώδη. Απευθύνονται σε όσους αναζητούν κομψά και ασυνήθιστα κόκκινα κρασιά. Τα κρασιά αυτά, ιδίως όταν είναι νέα, συνοδεύουν, άριστα, πιάτα με μοσχάρι και άλλα κόκκινα κρέατα με πλούσια γεύση.

 

Λιάτικο

Ακόμα μια κρητική ποικιλία, ιδιαίτερης προσωπικότητας. Όπως όλες οι ερυθρές ποικιλίες που διαθέτουν λεπτή φλούδα, το Λιάτικο είναι ιδιαίτερα απαιτητικό στην καλλιέργεια και ευαίσθητο στις καιρικές συνθήκες. Όταν όμως οι στρεμματικές αποδόσεις κρατηθούν χαμηλά και τα σταφύλια ωριμάσουν σωστά στα τέλη Ιουλίου (εξ ου και το όνομά του) το Λιάτικο αποζημιώνει με λεπτότητα, μαλακό χαρακτήρα και μοναδικά αρώματα αποξηραμένων φρούτων, βοτάνων και λουλουδιών. Είναι πραγματική εμπειρία να απολαμβάνεις τα ξηρά και γλυκά ΠΟΠ Σητεία και Δαφνές.

 

 

Μαλαγουζιά

Λευκή ποικιλία καταγόμενη από την Αιτωλοακαρνανία, η οποία καλλιεργείται στη Μακεδονία (Χαλκιδική, Θεσσαλονίκη) και διάσπαρτα στη Στερεά Ελλάδα (Αιτωλοακαρνανία, Φθιώτιδα, Αττική) και την Πελοπόννησο. Η Μαλαγουζιά δίνει κρασιά υψηλόβαθμα, μέτριας οξύτητας, αρωματικά. Συμμετέχει στην παραγωγή ορισμένων τοπικών οίνων (Επανωμίτικος, Σιθωνίας).

Η Μαλαγουζιά είναι μία από τις πιο αρωματικές ποικιλίες των ελληνικών σταφυλιών. Τόπος καταγωγής της φαίνεται να είναι η ορεινή Ναυπακτία.

Η νεώτερη ιστορία της ξεκινάει αρχές της δεκαετίας ’70 όταν ο Ευάγγελος Γεροβασιλείου με την βοήθεια του καθηγητή Λογοθέτη από το Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης φύτεψαν μερικές σπάνιες Ελληνικές ποικιλίες στο Κτήμα Πόρτο Καράς, όπου ο Βαγγέλης Γεροβασιλείου εργαζόταν ως οινολόγος. Η ενδιαφέρουσα αυτή ποικιλία δεν άργησε να ξεχωρίσει με το έντονο αρωματικό της προφίλ που θυμίζει Μοσχάτο, δίνοντας τα πρώτα εντυπωσιακά μονοποικιλιακά κρασιά στις αρχές της δεκαετίας του ’90.

Στις μέρες μας η Μαλαγουζιά καλλιεργείται πλέον σε πάρα πολλές περιοχές της Ελλάδος δίνοντας -φρέσκα και παλαιωμένα- ποικιλιακά κρασιά η χρησιμοποιούμενη σε διάφορα μείγματα πασίγνωστων brand.

Το κρασί της Μαλαγουζιάς είναι έντονα αρωματικό -ιδιαίτερα όταν είναι φρέσκο-, σχετικά υψηλόβαθμο, μέτριας οξύτητας και αφήνει ευχάριστη φρουτώδη επίγευση.

Στην περιοχή μας ο Χρήστος Ζαφειράκης πειραματίστηκε με ιδιαίτερη επιτυχία στην καλλιέργεια και τη μονοποικιλιακή οινοποίηση της Μαλαγουζιάς, δημιουργώντας ένα εκπληκτικό κρασί με ελαφρύ λεμονοπράσινο χρώμα και έντονη αρωματικά μύτη με σαγηνευτικά αρώματα ροδάκινου, βερίκοκου, γκρέιπφρουτ, αχλαδιού, ξύσματος πορτοκαλιού και γιασεμιού.

 

Malvasia di Cantia

Αν και μπορεί να συμμετείχε στον ξακουστό Μαλβάζιο οίνο, η ποικιλία Malvasia ακολουθεί το δικό της δρόμο στην οινική ιστορία προσφέροντας τα ξεμυαλιστικά της αρώματα και τον θηλυκό της χαρακτήρα. Ο γνωστός για την φινέτσα του κλώνος Malvasia di Cantia επανήλθε στο προσκήνιο εδώ και μερικά χρόνια -ιδιαίτερα στο νομό του Ηρακλείου- και έτσι η Κρήτη απόκτησε ένα δυνατό όπλο στο πεδίο των αρωματικών ξηρών και γλυκών κρασιών.

 

 

Μανδηλάρι

Το Μανδηλάρι θεωρείται ο βασιλιάς των γηγενών ποικιλιών της Κρήτης. Αυτή την κυριαρχία του το σπουδαίο ερυθρό σταφύλι δεν την οφείλει στην πλούσια γεύση του, αλλά στην αγριάδα και τη δύναμη, απόρροια της καλής οξύτητας και των γεροδεμένων του ταννινών. Αυτός είναι και ο λόγος που πολλές φορές αναμιγνύεται με πιο μαλακές ή εύσωμες ποικιλίες όπως το Μανδηλάρι -από αυτό το χαρμάνι προέρχονται τα ΠΟΠ κρασιά Πεζά και Αρχάνες- και το Syrah.

 

Μαυροδάφνη

Όταν πριν από 150 περίπου χρόνια ο Γερμανός Γουστάβος Κλάους (Gustav Clauss) εγκαταστάθηκε έξω από την Πάτρα και οινοποίησε την πρώτη γλυκιά μαυροδάφνη, αποκλείεται να φανταζόταν ότι θα γινόταν ένα από τα πλέον αναγνωρίσιμα προϊόντα του ελληνικού αμπελώνα. Ούτε βέβαια ότι σήμερα, η Μαυροδάφνη, εκτός από τα εν δυνάμει εξαιρετικά γλυκά κρασιά, με τις γεωγραφικές ενδείξεις «Μαυροδάφνη Πατρών» και «Μαυροδάφνη Κεφαλλονιάς», θα έδινε τόσο σημαντικά όσο και ιδιαίτερα ξηρά κρασιά.

Η Πελοπόννησος και ιδιαίτερα το ΒΔ τμήμα της διαθέτει το μεγαλύτερο ποσοστό των αμπελώνων μαυροδάφνης. Μέχρι πριν από λίγα χρόνια η χρήση της περιοριζόταν σχεδόν αποκλειστικά στην παραγωγή των διακεκριμένων ενισχυμένων επιδόρπιων οίνων με την ένδειξη ΠΟΠ Μαυροδάφνη Πατρών. Το ίδιο συνέβαινε και στην Κεφαλλονιά, το νησί του Ιονίου, που παράγει σε ελάχιστες ποσότητες τα επίσης γλυκά και σπανιότατα κρασιά ΠΟΠ Μαυροδάφνη Κεφαλλονιάς. Το σχεδόν μαύρο χρώμα, τα πυκνά αρώματα αποξηραμένου δαμάσκηνου και μαύρης σταφίδας, το υψηλό αλκοόλ και η μέτρια οξύτητα που χαρακτηρίζουν τα κρασιά της ποικιλίας, ταιριάζουν γάντι σε ένα κλασικό προφίλ γλυκών κρασιών. Κατόπιν όμως, έρχεται η ιδιαίτερα πικάντικη «πικράδα», που δίνει μια σύνθετη διάσταση στο τελείωμα των κρασιών από μαυροδάφνη.

Η μαυροδάφνη είναι δίχως αμφιβολία μια σπουδαία ποικιλία του ελληνικού αμπελώνα. Καταξιωμένη στο κομμάτι των γλυκών, «τύπου Port» κρασιών, αλλά και ανεξερεύνητη όσο και αναπάντεχη στην ξηρή έκφρασή της, είναι σίγουρο ότι θα κερδίσει τους εραστές της οινικής αυθεντικότητας, διαφορετικότητας και ποικιλομορφίας.

 

 

Μοσχάτο Αμβούργου

Πρόκειται για μια ερυθρή ποικιλία που όμως δίνει και λευκά κρασιά και που τη συναντάμε ευρύτατα στον κάμπο του Τυρνάβου, αλλά και διάσπαρτη σ’ όλη την Ελλάδα σε μικρές, όμως, καλλιέργειες. Είναι μια ποικιλία ζωηρή, παραγωγική, αλλά και ευαίσθητη στις ασθένειες. Ο τρύγος της συνήθως γίνεται στα μέσα Σεπτεμβρίου. Η ιδιομορφία της ποικιλίας είναι ότι παράγει εξ ίσου καλά λευκά, ροζέ ή ελαφριά κόκκινα κρασιά με έντονο άρωμα μοσχάτου. Τα τελευταία χρόνια γίνονται μεγάλες προσπάθειες από τον Δημήτρη Μίγα, ώστε να αναδειχθούν οι μοναδικές αρετές της και να παραχθούν κρασιά υψηλής ποιότητας. Ιδιαίτερα η ετικέτα «Μοσχάτο Αμβούργου» - Blanc de Noir χαρακτηρίζεται από λεπτά, αλλά έντονα αρώματα, κομψό σώμα και γεύση που αιχμαλωτίζει τον ουρανίσκο.

 

 

Μοσχάτο Σπίνας

Ένας μικρόρογος θησαυρός είναι αυτός ο κλώνος του Μοσχάτου, που παίρνει το όνομά του από την κοινότητα της Σπίνας στην επαρχία Σελίνου Χανίων. Μπορεί η ποικιλία να είναι γνωστή για το εκρηκτικό άρωμα του σταφυλιού, ωστόσο η λεπτή φλούδα του Μοσχάτου Σπίνας προσδίδει ένα τόσο λεπτό χαρακτήρα στα κρασιά, που το οδηγεί στο δρόμο εξαιρετικών ξηρών και όχι γλυκών εμφιαλώσεων, καθώς και σε γοητευτικά ξηρά χαρμάνια

 

Μπατίκι

Είναι λευκή ποικιλία οινοποιίας που πιθανά μεταφέρθηκε στη χώρα μας από την περιοχή της Σμύρνης. Καλλιεργείται κυρίως στη Θεσσαλία (περιοχή Τυρνάβου) και σποραδικά συναντάται στη βόρεια Εύβοια και τη Μακεδονία. Το Μπατίκι είναι μία ποικιλία που καλλιεργούταν ευρέως στη Θεσσαλία για την παραγωγή επιτραπέζιων σταφυλιών. Τα τελευταία όμως χρόνια, μετά την εισαγωγή και διάδοση άλλων καλύτερων επιτραπέζιων ποικιλιών αμπέλου, χρησιμοποιείται κυρίως για συνοινοποίηση, όπως με την ποικιλία Ροδίτη και παράγεται λευκός ξηρός οίνος, με λαμπερό χρώμα, πλούσιο άρωμα φρούτων, δροσερή και ισορροπημένη γεύση.

 

Πλυτό

Άλλη μια ιδιαίτερη, ξεχασμένη ποικιλία της Κρήτης, που ήρθε πρόσφατα αλλά δυναμικά στο προσκήνιο. Ο λόγος είναι ότι το Πλυτό διαθέτει σπάνια -για τα επίπεδα της ζεστής Κρήτης- δροσιστική οξύτητα και λεμονάτη παρουσία. Τα στοιχεία αυτά οδηγούν τους παραγωγούς που έχουν πιστέψει σε αυτήν να παράγουν ελαφριά φρέσκα μονοποικιλιακά κρασιά, αλλά και να την αναμειγνύουν με πιο πλούσιες ποικιλίες όπως το Βιδιανό προκειμένου να δώσουν «νεύρο» στα χαρμάνια.

 

Ροδίτης

Κοκκινωπή και λευκή ποικιλία για ξηρά κρασιά ερυθρωπού ή λευκού χρώματος. Είναι ποικιλία ζωηρή και παραγωγική. Καλλιεργείται σε πολλές αμπελουργικές περιοχές της χώρας. Κύριες περιοχές καλλιέργειας είναι η ΒΔ Πελοπόννησος, η Αττική, η Βοιωτία, η Εύβοια και η Θεσσαλία. Η ποικιλία αυτή παρουσιάζει μεγάλη γενετική παραλλακτικότητα στις περιοχές που καλλιεργείται, που είναι αποτέλεσμα της συσσώρευσης πολλών γενετικών μεταλλάξεων κατά τη μεγάλη διάρκεια ζωής της. Αυτό έχει σαν συνέπεια την ύπαρξη πολλών παραλλαγών της ποικιλίας οι οποίες διαφέρουν μεταξύ τους τόσο σε μορφολογικά (σχήμα και μέγεθος σταφυλιού, πυκνότητα ραγών, χρώμα ραγών κ. α.), όσο και σε φυσιολογικά χαρακτηριστικά (περιεκτικότητα σε σάκχαρα, οξέα, αρωματικά συστατικά κ. α.).  Διαδεδομένο έντονα στην Αττική και στην περιοχή της Αγχιάλου, χρησιμοποιείται και για την παραγωγή ρετσίνας.