Μαλαγουζιά: Η βασίλισσα ξανά στο θρόνο της




Ανατρέχοντας τις σχετικές ιστοσελίδες για πληροφορίες σχετικά με τη Μαλαγουζιά διαπιστώνουμε πως από το 1935 ακόμα ο Καθηγητής Αμπελουργίας Βάσος Κριμπάς την κατέτασσε στη μικρή ομάδα των εκλεκτών ελληνικών ποικιλιών οινοποιίας. Όπως προκύπτει από τα γραφόμενα του κ. Κριμπά, η ποικιλία ήταν εντοπισμένη στην περιοχή του Μεσολογγίου από πολύ παλιά. Αρκετά χρόνια μετά τον Β Παγκόσμιο Πόλεμο, η ποικιλία εξακολουθούσε να καλλιεργείται στη δυτική Ναυπακτία, στα πεδινά των περιοχών Μεσολογγίου – Αιτωλικού, καθώς και στα πεδινά μεταξύ Αχελώου και Λιμνοθάλασσας του Μεσολογγίου.
Παράλληλα πληροφορούμαστε ότι και ο Καθηγητής Δημήτρης Σταύρακας την ξεχωρίζει ως: «Εκλεκτή ποικιλία, η εκλεκτότερη ίσως λευκή του Ελλαδικού χώρου». Τέλος, η ηγερία του διεθνούς και όχι μόνο του ελληνικού επιστημονικού οινολογικού Πανθέου, κ. Σταυρούλα Κουράκου – Δραγώνα τη χαρακτηρίζει (σε άρθρο της στην Καθημερινή, 22/7/2001) ως την «…ξεχασμένη βασίλισσα των ελληνικών κρασοστάφυλων»!…
Αυτή όμως η τόσο εκλεκτή ποικιλία του ελληνικού αμπελώνα κινδύνευσε να χαθεί ολοκληρωτικά, όπως και άλλες ποικιλίες, τόσο με την επίθεση της φυλλοξήρας, όσο και με την επέκταση των ποτιστικών καλλιεργειών στην περιοχή της Αιτωλοακαρνανίας, που βάσιμα θεωρείται πατρίδα της.
Τη διάσωσή της, η κ. Σταυρούλα Κουράκου – Δραγώνα, αποδίδει στον γεωπόνο Χαράλαμπο Κοτίνη, ειδικό σε θέματα αμπελουργίας, που το 1970 πρόφθασε και διέσωσε εμβολιοκληματίδες από τα λίγα κλήματα που είχε ο αμπελουργός Βαλανδρέας στο Νεοχώρι της επαρχίας Μεσολογγίου.
Ο Χαράλαμπος Κοτίνης στέλνει τις εμβολιοκληματίδες στο Ινστιτούτο Αμπέλου, στη Λυκόβρυση της Αττικής, το οποίο με τη σειρά του τις στέλνει στη Σιθωνία της Χαλκιδικής, στην αμπελουργική εκμετάλλευση Πόρτο Καρράς, με την οποία συνεργαζόταν, όπου ο καθηγητής Αμπελουργίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης κ. Βασίλης Λογοθέτης διατηρούσε πειραματικό αμπελώνα, συλλέγοντας διάφορες ξεχασμένες ελληνικές ποικιλίες, που εκείνη την εποχή ήταν άγνωστες.
Εκεί, το 1975, οι εμβολιοκληματίδες της Μαλαγουζιάς θα έχουν την ευτυχία να… πέσουν στα χέρια του πατριάρχη του ελληνικού οίνου Βαγγέλη Γεροβασιλείου, που είχε αναλάβει οινολόγος στο Porto Carras.
Σε συνέντευξή του στο «Έθνος», ο Βαγγέλης Γεροβασιλείου θυμάται πως «το 1975, ο αείμνηστος Βασίλειος Λογοθέτης, καθηγητής Αμπελογραφίας και Αμπελουργίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, είχε συλλέξει διάφορες ελληνικές ποικιλίες ξεχασμένες, άγνωστες εκείνη την εποχή και είχε δημιουργήσει έναν πειραματικό αμπελώνα στο Κτήμα Πόρτο Καρράς στη Χαλκιδική. Καθώς περπατούσαμε στον αμπελώνα, ο καθηγητής μού έδειξε ένα κλήμα λέγοντας: - Αυτή είναι η Μαλαγουζιά, τη βρήκα από μια κληματαριά-. Δοκιμάζω με ενδιαφέρον μερικές ρώγες και διαπιστώνω το ποιοτικό δυναμικό της. Οινοποίησα τη Μαλαγουζιά για πρώτη φορά στο Πόρτο Καρράς και μου άρεσε. Θυμάμαι που μύριζε λεμόνι και κίτρο. Το 1976 αρχίσαμε τον πολλαπλασιασμό της και έτσι διεσώθη η ποικιλία. Το 1981 τη φύτευσα στο δικό μου αμπελώνα στην Επανομή, που τότε ήταν 43 στρέμματα και που σήμερα φτάνει τα 261. Μερικά χρόνια αργότερα, ενδιαφέρθηκε και το Ινστιτούτο Οίνου. Τους έδωσα κληματίδες, οι οποίες δόθηκαν στον οινοποιό Θανάση Παρπαρούση και στη συνέχεια έφτασαν στα χέρια της Ρωξάνης Μάτσα. Η ελληνική αγορά αγκάλιασε αμέσως αυτήν την ποικιλία, που η λεμονάτη γεύση της ταιριάζει με τη μεσογειακή κουζίνα».
Η Μαλαγουζιά την τελευταία δεκαετία έχει κάνει μια σημαντική διαδρομή, με τους αμπελώνες της να επεκτείνονται διαρκώς. Οι χάρες της, προκλητικές, αναδεικνύονται μέσα από τη σημαντική δουλειά των οινοποιών, προσελκύοντας το ενδιαφέρον των ξένων αγορών, και, όπως όλα δείχνουν, το μέλλον της διαγράφεται ρόδινο.
Τα κρασιά που δίνει η ποικιλία ξεχωρίζουν λόγω των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών τους. Έχουν καθιερωθεί για τον αρωματικό και φρουτώδη χαρακτήρα τους, τη φινέτσα τους και την προσωπικότητά τους. Η εκφραστική μύτη τους αναδύει καθαρά αρώματα λουλουδιών και βοτάνων, κίτρου, λεμονιού και ροδάκινου.
Στόμα τραγανό, χωρίς μεγάλη οξύτητα. Πίνεται φρέσκια, αλλά αντέχει και για 2 έως 3 χρόνια. Μερικοί παραγωγοί αφήνουν τη Μαλαγουζιά να ωριμάσει στα κελάρια μέσα σε δρύινα βαρέλια για να της προσδώσουν έναν πιο σύνθετο χαρακτήρα και ίσως λίγο μεγαλύτερη διάρκεια στο χρόνο. Παράλληλα, αρκετοί είναι οι παραγωγοί που δοκίμασαν οινοποίηση της γλυκιάς εκδοχής της.